Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταβολίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metabolize < αρχαία ελληνική μεταβάλλω < μετά + βάλλω

μεταβολίζω (παθητική φωνή: μεταβολίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία