ασχημόπαπο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαασχημόπαπο ουδέτερο
- ένα άτομο άσχημο, πολλές φορές όμως συμπαθητικό
- το άτομο που δεν είναι όμορφο ως παιδί, αλλά μεγαλώνοντας θα ομορφύνει
- ⮡ «Το ασχημόπαπο» (ο τίτλος του παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν) έγινε ένας όμορφος κύκνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
|