↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασχημόπαπο τα ασχημόπαπα
      γενική του ασχημόπαπου των ασχημόπαπων
    αιτιατική το ασχημόπαπο τα ασχημόπαπα
     κλητική ασχημόπαπο ασχημόπαπα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχημόπαπο < ασχημό- + παπ(ί) + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασχημόπαπο ουδέτερο

  1. ένα άτομο άσχημο, πολλές φορές όμως συμπαθητικό
  2. το άτομο που δεν είναι όμορφο ως παιδί, αλλά μεγαλώνοντας θα ομορφύνει
    ⮡  «Το ασχημόπαπο» (ο τίτλος του παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν) έγινε ένας όμορφος κύκνος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία