Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπί τα παπιά
      γενική του παπιού των παπιών
    αιτιατική το παπί τα παπιά
     κλητική παπί παπιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπί < υποκοριστικό του πάπια
 
Πάπια με το παπί της.
 
Ένα παπί με μαύρη σέλα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπί ουδέτερο

  1. η μικρή πάπια
  2. μικρή μοτοσικλέτα με μηχανή 50 έως 125 κυβικών και ποδιά

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία