παπάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παπάκι | τα | παπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παπάκι | τα | παπάκια |
κλητική | παπάκι | παπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παπάκι < παπ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαπάκι ουδέτερο
- η μικρή πάπια
- μικρή μοτοσικλέτα (συχνά με κινητήρα 50 κυβικών) που φέρει μπροστινή προστατευτική ποδιά
- (προφορικό) το σύμβολο @ στις διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία παπάκι