Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ugly duckling (en)

  • το ασχημόπαπο (το άτομο που δεν είναι όμορφο ως παιδί, αλλά μεγαλώνοντας θα ομορφύνει)