Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασήκωτος η ασήκωτη το ασήκωτο
      γενική του ασήκωτου της ασήκωτης του ασήκωτου
    αιτιατική τον ασήκωτο την ασήκωτη το ασήκωτο
     κλητική ασήκωτε ασήκωτη ασήκωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασήκωτοι οι ασήκωτες τα ασήκωτα
      γενική των ασήκωτων των ασήκωτων των ασήκωτων
    αιτιατική τους ασήκωτους τις ασήκωτες τα ασήκωτα
     κλητική ασήκωτοι ασήκωτες ασήκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασήκωτος < α- στερητικό + σηκώ(νω) + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈsi.ko.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

ασήκωτος, -η, -ο

  1. που δεν μπορεί κανείς να τον σηκώσει, πολύ βαρύς
  2. (μεταφορικά) που δεν αντέχεται, ανυπόφορος
    ασήκωτος καημός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία