Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αργόσυρτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αργόσυρτ
ος
η
αργόσυρτ
η
το
αργόσυρτ
ο
γενική
του
αργόσυρτ
ου
της
αργόσυρτ
ης
του
αργόσυρτ
ου
αιτιατική
τον
αργόσυρτ
ο
την
αργόσυρτ
η
το
αργόσυρτ
ο
κλητική
αργόσυρτ
ε
αργόσυρτ
η
αργόσυρτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αργόσυρτ
οι
οι
αργόσυρτ
ες
τα
αργόσυρτ
α
γενική
των
αργόσυρτ
ων
των
αργόσυρτ
ων
των
αργόσυρτ
ων
αιτιατική
τους
αργόσυρτ
ους
τις
αργόσυρτ
ες
τα
αργόσυρτ
α
κλητική
αργόσυρτ
οι
αργόσυρτ
ες
αργόσυρτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αργόσυρτος
<
αργός
+
-ο-
+
συρτός
Επίθετο
επεξεργασία
αργόσυρτος, -η, -ο
που
κινείται
αργά
≈
συνώνυμα
:
αργοκίνητος
που έχει
αργό
ρυθμό
≠
αντώνυμα
:
μακρόσυρτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
που κινείται αργά
→
δείτε
τη λέξη
αργοκίνητος
που έχει αργό ρυθμό
αγγλικά
:
protracted
(en)
,
draggin
(en)