↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργόσυρτος η αργόσυρτη το αργόσυρτο
      γενική του αργόσυρτου της αργόσυρτης του αργόσυρτου
    αιτιατική τον αργόσυρτο την αργόσυρτη το αργόσυρτο
     κλητική αργόσυρτε αργόσυρτη αργόσυρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργόσυρτοι οι αργόσυρτες τα αργόσυρτα
      γενική των αργόσυρτων των αργόσυρτων των αργόσυρτων
    αιτιατική τους αργόσυρτους τις αργόσυρτες τα αργόσυρτα
     κλητική αργόσυρτοι αργόσυρτες αργόσυρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αργόσυρτος < αργός + -ο- + συρτός

  Επίθετο

επεξεργασία

αργόσυρτος, -η, -ο

  1. που κινείται αργά
     συνώνυμα: αργοκίνητος
  2. που έχει αργό ρυθμό
     αντώνυμα: μακρόσυρτος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία