αποφώλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποφώλι | τα | αποφώλια |
γενική | του | αποφωλιού | των | αποφωλιών |
αιτιατική | το | αποφώλι | τα | αποφώλια |
κλητική | αποφώλι | αποφώλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποφώλι < απο- + φώλι < φωλι(ά) + -ι. Διαφορετικό το αρχαίο ἀποφώλιος (μάταιος, άχρηστος & άγονος, άκαρπος).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈfo.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐φώ‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποφώλι ουδέτερο
- (δημοτική) ένα αβγό (γνήσιο ή ψεύτικο, όπως λίθινο ομοίωμά του) που τοποθετούνταν στη φωλιά για να προσελκύσει τις κότες να κάνουν τα αβγά τους εκεί, για ελεγχόμενη και τακτική ωοτοκία
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αποφώλι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ἀποφώλι - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ἀποφώλι - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»