Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φώλι τα φώλια
      γενική του φωλιού των φωλιών
    αιτιατική το φώλι τα φώλια
     κλητική φώλι φώλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φώλι < φωλι(ά) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfo.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φώ‐λι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φώλι ουδέτερο

  1. συνώνυμο του αποφώλι
    άλλες μορφές: φώλος → και δείτε τη λέξη αποφώλι
  2. πλαστικό ή παλιότερα ξύλινο αβγό ραψίματος κάλτσας· καθώς μπαίνει μέσα στην κάλτσα, της δίνει σχήμα με καμπύλες που κάνει εύκολη την επιδιόρθωση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Εκφράσεις επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία