Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Ας ελεχθεί η δεύτερη ερμηνεία του Bailly2020 στο ΛΟΓΕΙΟΝ ‑‑Sarri.greek  | 21:59, 20 Σεπτεμβρίου 2022 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀποφώλιος τὸ ἀποφώλιον
      γενική τοῦ/τῆς ἀποφωλίου τοῦ ἀποφωλίου
      δοτική τῷ/τῇ ἀποφωλί τῷ ἀποφωλί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀποφώλιον τὸ ἀποφώλιον
     κλητική ! ἀποφώλιε ἀποφώλιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀποφώλιοι τὰ ἀποφώλι
      γενική τῶν ἀποφωλίων τῶν ἀποφωλίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀποφωλίοις τοῖς ἀποφωλίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀποφωλίους τὰ ἀποφώλι
     κλητική ! ἀποφώλιοι ἀποφώλι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀποφωλίω τὼ ἀποφωλίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀποφωλίοιν τοῖν ἀποφωλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποφώλιος < αβέβαιης ετυμολογίας. Ίσως συνδέεται με το ρήμα ἀπαφίσκω (απατώ, όπως στο απαρέμφατο αορίστου β΄ ἀπαφεῖν.[1] Δε συνδέεται με το ὄφελος.

  Επίθετο επεξεργασία

ἀποφώλιος, -ος, -ον

  1. μάταιος, άχρηστος, ανωφελής
  2. άγονος, άκαρπος, στείρος
  3. (συνεκδοχικά) απαίσιος στη φράση ἀποφώλιον τρέφος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «αποφώλιον τέρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία