ἀποφώλιος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀποφώλιος < αβέβαιης ετυμολογίας. Ίσως συνδέεται με το ρήμα ἀπαφίσκω (απατώ, όπως στο απαρέμφατο αορίστου β΄ ἀπαφεῖν.[1] Δε συνδέεται με το ὄφελος.
Επίθετο
επεξεργασίαἀποφώλιος, -ος, -ον
- μάταιος, άχρηστος, ανωφελής
- άγονος, άκαρπος, στείρος
- (συνεκδοχικά) απαίσιος στη φράση ἀποφώλιον τρέφος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- καθαρεύουσα & νέα ελληνικά: αποφώλιο τέρας
- και στην καθαρεύουσα ἀποφώλιος: ξένος, αλλόφυλος (από την αρχαία σημασία: ανώφελος, άχρηστος)
- ※ 1873 Παναγιώτης Παπαναούμ, Η αυτοβιογραφία μου (1873), κεφάλαιο: Οδοιπορικόν Καστοριά-Λειψία & σημείωση για τη λέξη
- Ἐγὼ δὲ ἐνδεδυμένος τὸν ἱματισμὸν τῆς πατρίδος μου μέγαν ὡφλίσκανον, γέλωτα δι΄ αὐτούς, τοὺς κατὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν των τὰ ἀποφώλια ἰδόντας
- ※ 1873 Παναγιώτης Παπαναούμ, Η αυτοβιογραφία μου (1873), κεφάλαιο: Οδοιπορικόν Καστοριά-Λειψία & σημείωση για τη λέξη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «αποφώλιον τέρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- ἀποφώλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀποφώλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.