Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποεπένδυση οι αποεπενδύσεις
      γενική της αποεπένδυσης των αποεπενδύσεων
    αιτιατική την αποεπένδυση τις αποεπενδύσεις
     κλητική αποεπένδυση αποεπενδύσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποεπένδυση (νεολογισμός) < απο- + επένδυση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désinvestissement)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.eˈpen.ði.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐ε‐πέν‐δυ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποεπένδυση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αποεπένδυσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)