αποεπενδύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποεπενδύω (νεολογισμός) < απο- + επενδύω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désinvestir ή αποεπένδυ(ση) + -ω με (αναδρομικό σχηματισμό)) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.e.penˈði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐ε‐πεν‐δύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίααποεπενδύω (Χρειάζεται βασικούς χρόνους και σημείωση για παθητικό τύπο)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποεπένδυση
- → δείτε τις λέξεις από, επενδύω, ενδύω και δύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποεπενδύω | αποεπένδυα | θα αποεπενδύω | να αποεπενδύω | αποεπενδύοντας | |
β' ενικ. | αποεπενδύεις | αποεπένδυες | θα αποεπενδύεις | να αποεπενδύεις | αποεπένδυε | |
γ' ενικ. | αποεπενδύει | αποεπένδυε | θα αποεπενδύει | να αποεπενδύει | ||
α' πληθ. | αποεπενδύουμε | αποεπενδύαμε | θα αποεπενδύουμε | να αποεπενδύουμε | ||
β' πληθ. | αποεπενδύετε | αποεπενδύατε | θα αποεπενδύετε | να αποεπενδύετε | αποεπενδύετε | |
γ' πληθ. | αποεπενδύουν(ε) | αποεπένδυαν αποεπενδύαν(ε) |
θα αποεπενδύουν(ε) | να αποεπενδύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποεπένδυσα | θα αποεπενδύσω | να αποεπενδύσω | αποεπενδύσει | ||
β' ενικ. | αποεπένδυσες | θα αποεπενδύσεις | να αποεπενδύσεις | αποεπένδυσε | ||
γ' ενικ. | αποεπένδυσε | θα αποεπενδύσει | να αποεπενδύσει | |||
α' πληθ. | αποεπενδύσαμε | θα αποεπενδύσουμε | να αποεπενδύσουμε | |||
β' πληθ. | αποεπενδύσατε | θα αποεπενδύσετε | να αποεπενδύσετε | αποεπενδύστε | ||
γ' πληθ. | αποεπένδυσαν αποεπενδύσαν(ε) |
θα αποεπενδύσουν(ε) | να αποεπενδύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποεπενδύσει | είχα αποεπενδύσει | θα έχω αποεπενδύσει | να έχω αποεπενδύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποεπενδύσει | είχες αποεπενδύσει | θα έχεις αποεπενδύσει | να έχεις αποεπενδύσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποεπενδύσει | είχε αποεπενδύσει | θα έχει αποεπενδύσει | να έχει αποεπενδύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποεπενδύσει | είχαμε αποεπενδύσει | θα έχουμε αποεπενδύσει | να έχουμε αποεπενδύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποεπενδύσει | είχατε αποεπενδύσει | θα έχετε αποεπενδύσει | να έχετε αποεπενδύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποεπενδύσει | είχαν αποεπενδύσει | θα έχουν αποεπενδύσει | να έχουν αποεπενδύσει |
|