Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποεπενδύω (νεολογισμός) < απο- + επενδύω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désinvestir ή αποεπένδυ(ση) + με (αναδρομικό σχηματισμό)) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.e.penˈði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐ε‐πεν‐δύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

αποεπενδύω (Χρειάζεται βασικούς χρόνους και σημείωση για παθητικό τύπο)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία