Δείτε επίσης: απιονισμένος, αφιονισμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απιοντισμένος η απιοντισμένη το απιοντισμένο
      γενική του απιοντισμένου της απιοντισμένης του απιοντισμένου
    αιτιατική τον απιοντισμένο την απιοντισμένη το απιοντισμένο
     κλητική απιοντισμένε απιοντισμένη απιοντισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απιοντισμένοι οι απιοντισμένες τα απιοντισμένα
      γενική των απιοντισμένων των απιοντισμένων των απιοντισμένων
    αιτιατική τους απιοντισμένους τις απιοντισμένες τα απιοντισμένα
     κλητική απιοντισμένοι απιοντισμένες απιοντισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απιοντισμένος < απ- + ιοντισμένος (< ιοντίζω), απόδοση για την αγγλική deionised[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pi.on.diˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πι‐ο‐ντι‐σμέ‐νος

απιοντισμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)