απιοντισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απιοντισμένος < απ- + ιοντισμένος (< ιοντίζω), απόδοση για την αγγλική deionised[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pi.on.diˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πι‐ο‐ντι‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίααπιοντισμένος, -η, -ο
- (σπάνιο) αυτός που έχει υποστεί διαδικασία απιοντισμού, συνηθίζεται η μορφή απιονισμένος
- ⮡ απιοντισμένο νερό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)