Ετυμολογία

επεξεργασία
ιοντίζω < ιόν + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ioniser ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική ionize)

ιοντίζω (παθητική φωνή: ιοντίζομαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία