Ετυμολογία

επεξεργασία

ιονίζω, αόρ.: ιόνισα, παθ.φωνή: ιονίζομαι, π.αόρ.: ιονίστηκα, μτχ.π.π.: ιονισμένος

  • (φυσική) φορτίζω θετικά ή αρνητικά ένα άτομο ή ένα μόριο ώστε να το μετατρέψω σε ιόν

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία