απιοντισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απιοντισμός < απ- + ιοντισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική deionization)
Ουσιαστικό επεξεργασία
απιοντισμός αρσενικό
- η διαδικασία αφαίρεσης των ιόντων και των αλάτων από το νερό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- απιοντίζω
- απιοντισμένος
- → δείτε τις λέξεις από και ιόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
απιοντισμός