Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απιοντισμός οι απιοντισμοί
      γενική του απιοντισμού των απιοντισμών
    αιτιατική τον απιοντισμό τους απιοντισμούς
     κλητική απιοντισμέ απιοντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απιοντισμός < απ- + ιοντισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική deionization)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απιοντισμός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία