απιονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπιονισμός αρσενικό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απιονίζω
- απιονισμένος
- → δείτε τις λέξεις από και ιόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία απιονισμός
|
απιονισμός αρσενικό
|