απιονισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απιονισμένος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
απιονισμένος -η, -ο
- που έχει υποστεί απιονισμό
Σημειώσεις επεξεργασία
- συνηθισμένη χρήση για το νερό, στο ουδέτερο γένος: απιονισμένο νερό