Δείτε επίσης: απιοντισμένος, αφιονισμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απιονισμένος η απιονισμένη το απιονισμένο
      γενική του απιονισμένου της απιονισμένης του απιονισμένου
    αιτιατική τον απιονισμένο την απιονισμένη το απιονισμένο
     κλητική απιονισμένε απιονισμένη απιονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απιονισμένοι οι απιονισμένες τα απιονισμένα
      γενική των απιονισμένων των απιονισμένων των απιονισμένων
    αιτιατική τους απιονισμένους τις απιονισμένες τα απιονισμένα
     κλητική απιονισμένοι απιονισμένες απιονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απιονισμένος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

απιονισμένος -η, -ο

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συνηθισμένη χρήση για το νερό, στο ουδέτερο γένος: απιονισμένο νερό

  Μεταφράσεις επεξεργασία