Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιοντισμός οι ιοντισμοί
      γενική του ιοντισμού των ιοντισμών
    αιτιατική τον ιοντισμό τους ιοντισμούς
     κλητική ιοντισμέ ιοντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιοντισμός < ιοντίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ionization)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιοντισμός αρσενικό

  • (χημεία) οποιαδήποτε διαδικασία οδηγεί στην πρόσληψη ή την αφαίρεση ενός ηλεκτρονίου από ένα ηλεκτρικά ουδέτερο άτομο ή μόριο και τη μετατροπή του σε ιόν

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία