απανθρακοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απανθρακοποίηση | οι | απανθρακοποιήσεις |
γενική | της | απανθρακοποίησης* | των | απανθρακοποιήσεων |
αιτιατική | την | απανθρακοποίηση | τις | απανθρακοποιήσεις |
κλητική | απανθρακοποίηση | απανθρακοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απανθρακοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απανθρακοποίηση (νεολογισμός) < απ- + ανθρακοποίηση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική decarbonization)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπανθρακοποίηση θηλυκό
Υπώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απανθρακοποίηση