Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολιγνιτοποίηση οι απολιγνιτοποιήσεις
      γενική της απολιγνιτοποίησης* των απολιγνιτοποιήσεων
    αιτιατική την απολιγνιτοποίηση τις απολιγνιτοποιήσεις
     κλητική απολιγνιτοποίηση απολιγνιτοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολιγνιτοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολιγνιτοποίηση < απο- + λιγνίτης + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απολιγνιτοποίηση θηλυκό

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία