Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταλιγνιτικός η μεταλιγνιτική το μεταλιγνιτικό
      γενική του μεταλιγνιτικού της μεταλιγνιτικής του μεταλιγνιτικού
    αιτιατική τον μεταλιγνιτικό τη μεταλιγνιτική το μεταλιγνιτικό
     κλητική μεταλιγνιτικέ μεταλιγνιτική μεταλιγνιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταλιγνιτικοί οι μεταλιγνιτικές τα μεταλιγνιτικά
      γενική των μεταλιγνιτικών των μεταλιγνιτικών των μεταλιγνιτικών
    αιτιατική τους μεταλιγνιτικούς τις μεταλιγνιτικές τα μεταλιγνιτικά
     κλητική μεταλιγνιτικοί μεταλιγνιτικές μεταλιγνιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταλιγνιτικός < μετα- + λιγνιτικός

  Επίθετο επεξεργασία

μεταλιγνιτικός

  • που σχετίζεται με ενέργειες και δράσεις για την περίοδο που θα σταματήσει να χρησιμοποιείται ο λιγνίτης για την παραγωγή ενέργειας
    ※  Στα τέλη του Ιουλίου του 2020 θα είναι έτοιμος ο Οδικός Μεταλιγνιτικός Χάρτης για τη Δυτική Μακεδονία, που θα υλοποιηθεί από την Παγκόσμια Τρέπεζα, μετά την ανάθεση από την αρμόδια Ευρωπαϊκή Τράπεζα. (www.ert.gr, 8/10/2019)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία