Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιγνιτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιγνιτικ
ός
η
λιγνιτικ
ή
το
λιγνιτικ
ό
γενική
του
λιγνιτικ
ού
της
λιγνιτικ
ής
του
λιγνιτικ
ού
αιτιατική
τον
λιγνιτικ
ό
τη
λιγνιτικ
ή
το
λιγνιτικ
ό
κλητική
λιγνιτικ
έ
λιγνιτικ
ή
λιγνιτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιγνιτικ
οί
οι
λιγνιτικ
ές
τα
λιγνιτικ
ά
γενική
των
λιγνιτικ
ών
των
λιγνιτικ
ών
των
λιγνιτικ
ών
αιτιατική
τους
λιγνιτικ
ούς
τις
λιγνιτικ
ές
τα
λιγνιτικ
ά
κλητική
λιγνιτικ
οί
λιγνιτικ
ές
λιγνιτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιγνιτικός
<
λιγνίτης
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
λιγνιτικός
που έχει
σχέση
με τον
λιγνίτη
ή αναφέρεται σ' αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
λιγνίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιγνιτικός