ανθρακοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανθρακοποίηση | οι | ανθρακοποιήσεις |
γενική | της | ανθρακοποίησης* | των | ανθρακοποιήσεων |
αιτιατική | την | ανθρακοποίηση | τις | ανθρακοποιήσεις |
κλητική | ανθρακοποίηση | ανθρακοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανθρακοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανθρακοποίηση < άνθρακας + -ο- + -ποίηση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική carbonisation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθρακοποίηση θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανθρακοποιία
- ανθρακοποιός
- ανθρακοποιώ
- → δείτε τις λέξεις άνθρακας και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθρακοποίηση