εξανθράκωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξανθράκωση | οι | εξανθρακώσεις |
γενική | της | εξανθράκωσης* | των | εξανθρακώσεων |
αιτιατική | την | εξανθράκωση | τις | εξανθρακώσεις |
κλητική | εξανθράκωση | εξανθρακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξανθρακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεξανθράκωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξανθράκωση
|