ανθράκωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανθράκωση | οι | ανθρακώσεις |
γενική | της | ανθράκωσης* | των | ανθρακώσεων |
αιτιατική | την | ανθράκωση | τις | ανθρακώσεις |
κλητική | ανθράκωση | ανθρακώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανθρακώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανθράκωση < (ελληνιστική κοινή) ἀνθράκωσις < αρχαία ελληνική ἀνθρακόομαι < ἄνθραξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθράκωση θηλυκό
- η ανθρακοποίηση
- (ιατρική) ...
- (βοτανική) ...
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθράκωση
|