απαζάρευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαζάρευτος < α- + παζαρεύ(ω) + -τος
Επίθετο επεξεργασία
απαζάρευτος, -η, -ο
- που τον αγόρασαν χωρίς παζάρια, χωρίς διαπραγμάτευση για τη μείωση της τιμής
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- απαζάρευτα
- → δείτε τη λέξη παζάρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαζάρευτος
|