απαζάρευτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαζάρευτα < απαζάρευτ(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
απαζάρευτα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παζάρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαζάρευτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
απαζάρευτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απαζάρευτος