↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παζαρεμένος η παζαρεμένη το παζαρεμένο
      γενική του παζαρεμένου της παζαρεμένης του παζαρεμένου
    αιτιατική τον παζαρεμένο την παζαρεμένη το παζαρεμένο
     κλητική παζαρεμένε παζαρεμένη παζαρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παζαρεμένοι οι παζαρεμένες τα παζαρεμένα
      γενική των παζαρεμένων των παζαρεμένων των παζαρεμένων
    αιτιατική τους παζαρεμένους τις παζαρεμένες τα παζαρεμένα
     κλητική παζαρεμένοι παζαρεμένες παζαρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παζαρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παζαρεύω

παζαρεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία