παζαρεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παζαρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παζαρεύω
Μετοχή επεξεργασία
παζαρεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παζαρεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παζαρεμένος
|
παζαρεμένος, -η, -ο
|