αντισηπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντισηπτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antiseptique < αρχαία ελληνική σηπτικός < σήπω
Επίθετο
επεξεργασίααντισηπτικός
- (ιατρική) που καταπολεμά ή προλαμβάνει τη μόλυνση
- (ουσιαστικοποιημένο) αντισηπτικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις αντί και σαπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντισηπτικός