Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.sɛp.tik/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
antiseptique antiseptiques

antiseptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

antiseptique (fr) αρσενικό