αντισηπτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
αντισηπτικά < αντισηπτικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
αντισηπτικά
- με αντισηπτική ενέργεια ή δράση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντισηπτικά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αντισηπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντισηπτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αντισηπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αντισηπτικός