Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιρετροϊκός η αντιρετροϊκή το αντιρετροϊκό
      γενική του αντιρετροϊκού της αντιρετροϊκής του αντιρετροϊκού
    αιτιατική τον αντιρετροϊκό την αντιρετροϊκή το αντιρετροϊκό
     κλητική αντιρετροϊκέ αντιρετροϊκή αντιρετροϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιρετροϊκοί οι αντιρετροϊκές τα αντιρετροϊκά
      γενική των αντιρετροϊκών των αντιρετροϊκών των αντιρετροϊκών
    αιτιατική τους αντιρετροϊκούς τις αντιρετροϊκές τα αντιρετροϊκά
     κλητική αντιρετροϊκοί αντιρετροϊκές αντιρετροϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιρετροϊκός < αντι- + ρετροϊός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiretroviral)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιρετροϊκός

  Μεταφράσεις επεξεργασία