αντιρετροϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιρετροϊκός < αντι- + ρετροϊός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiretroviral)
Επίθετο
επεξεργασίααντιρετροϊκός
- (φαρμακευτική) που αναστέλλει τη δραστηριότητα ρετροϊών, όπως ο HIV
- ※ Η εισαγωγή της αντιρετροϊκής θεραπείας υψηλής δραστικότητας (HAART) από το 1996 έχει τροποποιήσει σημαντικά την πορεία της HIV λοίμωξης, αυξάνοντας την επιβίωση και βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ασθενών. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιρετροϊκός