Δείτε επίσης: αντιιός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιιικός η αντιιική το αντιιικό
      γενική του αντιιικού της αντιιικής του αντιιικού
    αιτιατική τον αντιιικό την αντιιική το αντιιικό
     κλητική αντιιικέ αντιιική αντιιικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιιικοί οι αντιιικές τα αντιιικά
      γενική των αντιιικών των αντιιικών των αντιιικών
    αιτιατική τους αντιιικούς τις αντιιικές τα αντιιικά
     κλητική αντιιικοί αντιιικές αντιιικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιιικός < αντι- + ιικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiviral / antivirus)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιιικός, -ή, -ό

  1. (βιολογία, φαρμακευτική) που καταπολεμά τους ιούς
  2. (πληροφορική) που καταπολεμά τους ιούς
  3. (πληροφορική) (ουσιαστικοποιημένο) αντιιικό: το σχετικό υπολογιστικό πρόγραμμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία