αντιιικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αντιιικός, -ή, -ό
- (βιολογία, φαρμακευτική) που καταπολεμά τους ιούς
- (πληροφορική) που καταπολεμά τους ιούς
- (πληροφορική) (ουσιαστικοποιημένο) αντιιικό: το σχετικό υπολογιστικό πρόγραμμα