Δείτε επίσης: αντιιικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιιός οι αντιιοί
      γενική του αντιιού των αντιιών
    αιτιατική τον αντιιό τους αντιιούς
     κλητική αντιιέ αντιιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιιός < αντι- + ιός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιιός αρσενικό

  1. (βιολογία) ουσία που εμποδίζει την ανάπτυξη ιών ή προσφέρει ανοσοποίηση προς κάποιο δηλητήριο
  2. (πληροφορική) υπολογιστικό πρόγραμμα που καταπολεμά τους ιούς υπολογιστών

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ιός

  Μεταφράσεις επεξεργασία