αντιιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντιιός | οι | αντιιοί |
γενική | του | αντιιού | των | αντιιών |
αιτιατική | τον | αντιιό | τους | αντιιούς |
κλητική | αντιιέ | αντιιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιιός αρσενικό
- (βιολογία) ουσία που εμποδίζει την ανάπτυξη ιών ή προσφέρει ανοσοποίηση προς κάποιο δηλητήριο
- (πληροφορική) υπολογιστικό πρόγραμμα που καταπολεμά τους ιούς υπολογιστών
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ιός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιιός
|