Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιδημοτικός η αντιδημοτική το αντιδημοτικό
      γενική του αντιδημοτικού της αντιδημοτικής του αντιδημοτικού
    αιτιατική τον αντιδημοτικό την αντιδημοτική το αντιδημοτικό
     κλητική αντιδημοτικέ αντιδημοτική αντιδημοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιδημοτικοί οι αντιδημοτικές τα αντιδημοτικά
      γενική των αντιδημοτικών των αντιδημοτικών των αντιδημοτικών
    αιτιατική τους αντιδημοτικούς τις αντιδημοτικές τα αντιδημοτικά
     κλητική αντιδημοτικοί αντιδημοτικές αντιδημοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιδημοτικός < αντι- + δημοτικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική impopulaire)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.ði.mo.tiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

αντιδημοτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία