αντιλαϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιλαϊκός < αντι- + λαϊκός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antipopulaire)
Επίθετο
επεξεργασίααντιλαϊκός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιλαϊκός
αντιλαϊκός, -ή, -ό