Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιλαϊκός η αντιλαϊκή το αντιλαϊκό
      γενική του αντιλαϊκού της αντιλαϊκής του αντιλαϊκού
    αιτιατική τον αντιλαϊκό την αντιλαϊκή το αντιλαϊκό
     κλητική αντιλαϊκέ αντιλαϊκή αντιλαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιλαϊκοί οι αντιλαϊκές τα αντιλαϊκά
      γενική των αντιλαϊκών των αντιλαϊκών των αντιλαϊκών
    αιτιατική τους αντιλαϊκούς τις αντιλαϊκές τα αντιλαϊκά
     κλητική αντιλαϊκοί αντιλαϊκές αντιλαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιλαϊκός < αντι- + λαϊκός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antipopulaire)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιλαϊκός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία