Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπαραδιάρης < ανάποδος ή αναποδιά + -άρης, ή από τη μεσαιωνική ελληνική ἀναποδιασμένος (με αλλόκοτη εμφάνιση)

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπαραδιάρης η αναπαραδιάρα το αναπαραδιάρικο
      γενική του αναπαραδιάρη της αναπαραδιάρας του αναπαραδιάρικου
    αιτιατική τον αναπαραδιάρη την αναπαραδιάρα το αναπαραδιάρικο
     κλητική αναπαραδιάρη αναπαραδιάρα αναπαραδιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπαραδιάρηδες οι αναπαραδιάρες τα αναπαραδιάρικα
      γενική των αναπαραδιάρηδων των αναπαραδιάρικων
    αιτιατική τους αναπαραδιάρηδες τις αναπαραδιάρες τα αναπαραδιάρικα
     κλητική αναπαραδιάρηδες αναπαραδιάρες αναπαραδιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αναπαραδιάρης -α -ικο

  1. ο γρουσούζης, που φέρνει αναποδιές
  2. ο δύστροπος, που γρινιάζει αφόρητα με περισσότερα από όσα θεωρεί λογικά η πλειοψηφία, που όλα τον πειράζουν, με τίποτα δεν μένει ευχαριστημένος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναπαραδιάρης οι αναπαραδιάρηδες
      γενική του αναπαραδιάρη των αναπαραδιάρηδων
    αιτιατική τον αναπαραδιάρη τους αναπαραδιάρηδες
     κλητική αναπαραδιάρη αναπαραδιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αναπαραδιάρης αρσενικό και αναποδιάρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία