αναποδιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αναποδιάρης | η | αναποδιάρα | το | αναποδιάρικο |
γενική | του | αναποδιάρη | της | αναποδιάρας | του | αναποδιάρικου |
αιτιατική | τον | αναποδιάρη | την | αναποδιάρα | το | αναποδιάρικο |
κλητική | αναποδιάρη | αναποδιάρα | αναποδιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αναποδιάρηδες | οι | αναποδιάρες | τα | αναποδιάρικα |
γενική | των | αναποδιάρηδων | — | των | αναποδιάρικων | |
αιτιατική | τους | αναποδιάρηδες | τις | αναποδιάρες | τα | αναποδιάρικα |
κλητική | αναποδιάρηδες | αναποδιάρες | αναποδιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααναποδιάρης (θηλυκό αναποδιάρα, ουδέτερο αναποδιάρικο)
- ο γρουσούζης, ο ανάποδος άνθρωπος, ο κακότροπος
- ※ Τι ως τώρα εσύ στρεβλός κι' αναποδιάρης δεν είσουν· (Ιλιάδα, Ραψωδία Ψ, 603, απόδοση Αλέξανδρου Πάλλη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναποδιάρης