ανανέωτος
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανανέωτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνανέωτος («γλώσσα» όψιμης ...? καταγεγραμμένη πριν το 1572.[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε ἀνα- (ανα- στερητικό) + αρχαία ελληνική νεῶ (νεόω) (κάνω νέο) + -τος / -ωτος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈne.o.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐νέ‐ω‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαανανέωτος, -η, -ο
- (σπάνιο) που δεν μπορεί να ανανεωθεί, που δεν μπορεί να επισκευαστεί (Χρειάζεται πηγή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανανέωτος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ἀνανέωτος στήλη 472, Τόμος Β - Estienne, HenriW (Henricus Stephanus). Thesaurus graecae linguae [Θησαυρός ελληνικής γλώσσας] Τόμοι 1-5. Έκδοση Didot, 1831. 1η έκδοση: 1572. [γλώσσα: λατινική]
※ [Ἀνανέωτος. Irreparabilis. Gl.[glossa]] ανάμεσα σε αγκύλες
Πηγές
επεξεργασία- ανανέωτος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)