ανανεώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανανεώσιμος < ανανεώ(νω) + -σιμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική renewable[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.neˈo.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐νε‐ώ‐σι‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαανανεώσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να ανανεωθεί (ιδίως για φυσικούς πόρους)
Συγγενικά
επεξεργασία- ανανεωμένος (μετοχή)
- ανανέωση
- ανανεωτικός
→ και δείτε τις λέξεις ανανεώνω, ανά και νέος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ανανεώσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας