ανανεώσιμος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανανεώσιμος < ανανεώνω + -σιμος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ανανεώσιμος -η -ο
- που μπορεί να ανανεωθεί (λέγεται ειδικά για φυσικούς πόρους)
- η έρευνα για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μας βοηθήσει να κόψουμε την εξάρτηση από το πετρέλαιο