↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανανεώσιμος η ανανεώσιμη το ανανεώσιμο
      γενική του ανανεώσιμου της ανανεώσιμης του ανανεώσιμου
    αιτιατική τον ανανεώσιμο την ανανεώσιμη το ανανεώσιμο
     κλητική ανανεώσιμε ανανεώσιμη ανανεώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανανεώσιμοι οι ανανεώσιμες τα ανανεώσιμα
      γενική των ανανεώσιμων των ανανεώσιμων των ανανεώσιμων
    αιτιατική τους ανανεώσιμους τις ανανεώσιμες τα ανανεώσιμα
     κλητική ανανεώσιμοι ανανεώσιμες ανανεώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανανεώσιμος < ανανεώ(νω) + -σιμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική renewable[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.neˈo.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐νε‐ώ‐σι‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανανεώσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ανανεώνω, ανά και νέος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία