↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέγνωμος η ανέγνωμη το ανέγνωμο
      γενική του ανέγνωμου της ανέγνωμης του ανέγνωμου
    αιτιατική τον ανέγνωμο την ανέγνωμη το ανέγνωμο
     κλητική ανέγνωμε ανέγνωμη ανέγνωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέγνωμοι οι ανέγνωμες τα ανέγνωμα
      γενική των ανέγνωμων των ανέγνωμων των ανέγνωμων
    αιτιατική τους ανέγνωμους τις ανέγνωμες τα ανέγνωμα
     κλητική ανέγνωμοι ανέγνωμες ανέγνωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανέγνωμος < άγνωμος < α- (στερητικό) + γνώμη

  Επίθετο

επεξεργασία

ανέγνωμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία