↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγνωμος η άγνωμη το άγνωμο
      γενική του άγνωμου της άγνωμης του άγνωμου
    αιτιατική τον άγνωμο την άγνωμη το άγνωμο
     κλητική άγνωμε άγνωμη άγνωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγνωμοι οι άγνωμες τα άγνωμα
      γενική των άγνωμων των άγνωμων των άγνωμων
    αιτιατική τους άγνωμους τις άγνωμες τα άγνωμα
     κλητική άγνωμοι άγνωμες άγνωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άγνωμος < α- + γνώμη

  Επίθετο

επεξεργασία

άγνωμος, -η, -ο

  1. που δεν έχει γνώμη
     συνώνυμα: αναποφάσιστος, ανέγνωμος
  2. που δεν έχει σύνεση, στοχασμό
     συνώνυμα: ανόητος, απερίσκεπτος, αστόχαστος, ασύνετος, επιπόλαιος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία