↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμυλοειδής η αμυλοειδής το αμυλοειδές
      γενική του αμυλοειδούς* της αμυλοειδούς του αμυλοειδούς
    αιτιατική τον αμυλοειδή την αμυλοειδή το αμυλοειδές
     κλητική αμυλοειδή(ς) αμυλοειδής αμυλοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμυλοειδείς οι αμυλοειδείς τα αμυλοειδή
      γενική των αμυλοειδών των αμυλοειδών των αμυλοειδών
    αιτιατική τους αμυλοειδείς τις αμυλοειδείς τα αμυλοειδή
     κλητική αμυλοειδείς αμυλοειδείς αμυλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμυλοειδής < άμυλο + -ο- + -ειδής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική amylacé[1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική amyloïde[2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική amyloidal[2])

  Επίθετο

επεξεργασία

αμυλοειδής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αμυλοειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 2,2 αμυλοειδήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)