αμυλοείδωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμυλοείδωση | οι | αμυλοειδώσεις |
γενική | της | αμυλοείδωσης* | των | αμυλοειδώσεων |
αιτιατική | την | αμυλοείδωση | τις | αμυλοειδώσεις |
κλητική | αμυλοείδωση | αμυλοειδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμυλοειδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμυλοείδωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική amyloidosis[1] ή γαλλική amyloїdose[1] < ελληνιστική κοινή ἄμυλον + αρχαία ελληνική εἶδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμυλοείδωση θηλυκό
- (ιατρική) σπάνια και σοβαρή πάθηση κατά την οποία αμυλοειδείς πρωτεΐνες συσσωρεύονται στους ιστούς και τα όργανα του σώματος (καρδιά, οι νεφροί, το ήπαρ, νευρικό σύστημα), με αποτέλεσμα δυσλειτουργία των οργάνων και θάνατο, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμυλοείδωση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 αμυλοείδωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)