αμυλοειδές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμυλοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αμυλοειδής (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική amyloid[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμυλοειδές ουδέτερο
- (ιατρική) πρωτεΐνη που μπορεί να σχηματίσει ινώδη, αδιάλυτα εναποθέματα σε διάφορους ιστούς του σώματος, προκαλώντας αμυλοειδώσεις (και νευροεκφυλιστικές ασθένειες όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ)
- (βοτανική) υλικό της μεμβράνης του κυττάρου ενός φυτού
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ αμυλοειδές - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)