ακρωμιοκλειδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακρωμιοκλειδικός < ακρώμιο + -ο- + κλείδα + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική acromioclavicular)
Επίθετο επεξεργασία
ακρωμιοκλειδικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακρωμιοκλειδικός