αγονάτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααγονάτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει γονατίσει· που δεν καταδέχεται να γονατίσει
- (μεταφορικά) που δεν υποτάσσεται σε κάποια υποχρέωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγονάτιστος
|