πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγρίφι τα αγγρίφια
      γενική
    αιτιατική το αγγρίφι τα αγγρίφια
     κλητική αγγρίφι αγγρίφια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγρίφι < μεσαιωνική ελληνική ἀγγρίφιον (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγρίφι ουδέτερο (δημοτική, ιδιωματικό)

  1. γάντζος
     συνώνυμα: τσιγκέλι, αρπάγη
  2. σκλήθρα, πελεκούδι
      τ' αροκάνιστο το ξύλο έχει αγγρίφια
  3. αγκάθι
     συνώνυμα: αγκύλι
  4. (μόνο στον πληθυντικό) αιχμηρή προεξοχή βράχου ή μυτερός και απόκρημνος βράχος
    χρειάζεται παράθεμα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης / δημοτικό
      που να σε φαν τ' αγγρίφια (κατάρα: να σκοτωθείς στα βράχια, κι εκεί να σαπίσεις)
  5. (μεταφορικά) δυσκολία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία