αγγριφίζω
Ας ελεγχθεί αν έχει παθητικό τύπο. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋ.ɡɾiˈfi.zo/ & /a.ɡɾiˈfi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γρι‐φί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααγγριφίζω, αόρ.: αγγρίφισα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγγριφίζω | αγγρίφιζα | θα αγγριφίζω | να αγγριφίζω | αγγριφίζοντας | |
β' ενικ. | αγγριφίζεις | αγγρίφιζες | θα αγγριφίζεις | να αγγριφίζεις | αγγρίφιζε | |
γ' ενικ. | αγγριφίζει | αγγρίφιζε | θα αγγριφίζει | να αγγριφίζει | ||
α' πληθ. | αγγριφίζουμε | αγγριφίζαμε | θα αγγριφίζουμε | να αγγριφίζουμε | ||
β' πληθ. | αγγριφίζετε | αγγριφίζατε | θα αγγριφίζετε | να αγγριφίζετε | αγγριφίζετε | |
γ' πληθ. | αγγριφίζουν(ε) | αγγρίφιζαν αγγριφίζαν(ε) |
θα αγγριφίζουν(ε) | να αγγριφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγγρίφισα | θα αγγριφίσω | να αγγριφίσω | αγγριφίσει | ||
β' ενικ. | αγγρίφισες | θα αγγριφίσεις | να αγγριφίσεις | αγγρίφισε | ||
γ' ενικ. | αγγρίφισε | θα αγγριφίσει | να αγγριφίσει | |||
α' πληθ. | αγγριφίσαμε | θα αγγριφίσουμε | να αγγριφίσουμε | |||
β' πληθ. | αγγριφίσατε | θα αγγριφίσετε | να αγγριφίσετε | αγγριφίστε | ||
γ' πληθ. | αγγρίφισαν αγγριφίσαν(ε) |
θα αγγριφίσουν(ε) | να αγγριφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγγριφίσει | είχα αγγριφίσει | θα έχω αγγριφίσει | να έχω αγγριφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγγριφίσει | είχες αγγριφίσει | θα έχεις αγγριφίσει | να έχεις αγγριφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγγριφίσει | είχε αγγριφίσει | θα έχει αγγριφίσει | να έχει αγγριφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγγριφίσει | είχαμε αγγριφίσει | θα έχουμε αγγριφίσει | να έχουμε αγγριφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγγριφίσει | είχατε αγγριφίσει | θα έχετε αγγριφίσει | να έχετε αγγριφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγγριφίσει | είχαν αγγριφίσει | θα έχουν αγγριφίσει | να έχουν αγγριφίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγριφίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .