Ας ελεγχθεί αν έχει παθητικό τύπο.

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγριφίζω < αγγρίφ(ι) + -ίζω

αγγριφίζω, αόρ.: αγγρίφισα (χωρίς παθητική φωνή)

Μεταφράσεις

επεξεργασία